διερευνάω
• Grafía: graf. διεραυν- Didym.Gen.233.20, PMasp.166.22, 167.34 (ambos VI d.C.)
1 examinar a fondo, investigar, explorar
αὐτόνPl.Sph.241b,
τιEpicur.Fr.[34.31] 20,
τὰ λεγόμεναPlb.14.3.7,
τὰ περὶ τοὺς τόπουςPlb.5.5.15,
τὰς βουλάςLXX Sap.6.3,
ἕκασταPh.1.382,
τοὺς τῶν χρημάτων ἀναλογισμούςI.BI 2.18, cf. Aesop.27, 74,
πάντα τὰ ἐμὰ δικαιώματαPMasp.167.34, c. interr. indir.
διεραυνῆσαι εἰ ...PMasp.166.22, en v. pas.
οὐ ... ἂν ἐπακολουθήσειε λόγῳ διερευνωμένῳ;¿no podría seguir un argumento examinado a fondo? Pl.Tht.168e, cf. Epicr.10.5,
τῷ δὲ Σκιπίωνι πάντα διηρεύνητοPlb.14.2.1
•en v. med. mism. sent.
πάνταςPl.Phd.78a, cf. Clidem. uel Clitodem.21, Didym.l.c.,
τὸ λεληθόςel sentido oculto de los mitos, Iul.Or.7.222c, c. interr. indir.
τί τέ ἐστιν ἑκάτερονPl.R.368c, cf. Charito 3.9.5, abs.
ἄλλους προόδους διερευνωμένους προηγεῖσθαιmandar delante otros exploradores que hagan la exploración X.Eq.Mag.4.5.
2 concr. examinar, registrar
οἰκίανD.H.4.57,
τοὺς προσίοντας, μή τις ἔχοι σίδηρονD.Chr.6.38
•tb. en v. med.
τὴν χώρανPl.Mx.240b.
3 interrogar
μὴ διερεύνω μ' ὦ πόλιςOrác. en ITralleis 1.7 (II/III d.C.).