< διεξηχέω
διεξικνέομαι >
διεξίημι
1
tr.
dejar pasar a través de
διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τοῦ ἄστεος
Hdt.4.203.
2
intr.
desembocar
ἐς θάλασσαν διεξιείς
Th.2.102 (cód.).