< διεξηγέομαι
διεξίημι >
διεξηχέω
pronunciar
,
entonar
en v. pas.
ὁ ψαλμὸς ... μυστηριωδῶς ὑπὸ τοῦ προφήτου διεξηχεῖται
Greg.
Disp
.M.86.745C.