< διεξελέγχω
διεξεργάζομαι >
διεξέλευσις
,
-εως, ἡ
salida
glos. a διέκδυσις
Sud.,
glos. a διήλυσις
Sch.A.R.4.1573, cf. Eustr.
in APo
.45.10.