διεξελέγχω
1 refutar, rebatir
ἡ γραφὴ ... τὰ μὲν διεξελέγχουσαLuc.Alex.61,
ὑμᾶςPlu.2.922e,
τὰς μοχθηρὰς αἱρέσειςGal.6.80.
2 poner de manifiesto en discusiones, c. ac. y part. pred.
αὕτη ... ἡ ῥῆσις ἀμφοτέρους διεξελέγχει μὴ γιγνώσκοντας τὴν Ἀριστοτέλους δόξανGal.4.518, en v. pas.
ὅταν ἀμαθέστεροι διεξελέγχωνταιcuando se ponga al descubierto su ignorancia Them.Or.21.259b.