διενοχλέω
1 molestar, importunar insistentemente c. dat. de pers.
σοίAeschin.Ep.2.2,
παυσάμενοι τοῦ σοι δ.Ph.2.590,
αὐτοῖςI.AI 14.230,
τοῖς ἀνδράσιD.P.Au.2.8,
αὐτῷAesop.220, Aristaenet.1.5.16,
ὁ κεραμεὺς καθ' ἧς ἡμέρας διενοχλεῖ μοιSB 7330.11 (II d.C.), cf. PBremen 61.26 (II d.C.),
τῇ μείζονι ἐξουσίᾳ ... περὶ τούτουPOxy.3981.20 (III d.C.)
•c. ac. de pers. o ref. a pers.
πολλά με διενόχλησενSB 9483.7 (II d.C.),
νόσος ... τὰς ἐκκλησίας ... διενοχλοῦσαEus.VC 3.5.1,
αὐτοὺς ἡσυχίας ἐρῶνταςSoz.HE 6.20.1,
ἐνεδρευταὶ καὶ λῃσταὶ γῆν διενοχλοῦσι καὶ θάλασσανGr.Nyss.Usur.M.46.452A, c. ac. predic.
ἐκεῖνον ... διενοχλοῦντα ἔπαυσενpuso fin a sus impertinencias Luc.Symp.14, en v. pas.
πάθει τινὶ διενοχλουμένοιςClem.Epit.A 21.6
•abs.
εἰ μέλλοι μὴ διενοχλήσεινThem.Or.11.149a.
2 apremiar, requerir con insistencia c. ac. de pers.
πρὶν ἂν ... αὐτὴ διενοχλήσειε τὸν ἄνδρα στέλλουσα γράμματαantes de que ella apremie a su marido mandándole cartas Iust.Nou.22.14, en v. pas., ref. pers. acosadas por el fisco
διενοχλούμενος ... ὑπὸ τῶν πρακτόρων ἕνεκα ἐπιβολῆςBGU 830.8 (I d.C.), cf. PHeid.297.32 (II d.C.),
διενοχλοῦμαι ὑπὸ τοῦ δεκαπρώτου, μέλλω [γὰρ ἐν]κλεισθῆναιPOxy.2789.5 (III d.C.).