< διεμπίμπλαμαι
διεμποδίζω >
διεμπίπτω
1
caer en
εἰς τὴν πρὸς Ῥωμαίους ἀλλοτριότητα
Plb.38.9.4
•
abs.
caer sobre el enemigo
,
atacar
Plb.8.26.5.
2
medic.
recobrar su posición
una articulación dislocada, Gal.18(1).616.