< διεμπίπτω
διεμπολάω >
διεμποδίζω
estorbar
,
ponerse en medio
ὡς δ' εὗρε τὸν Κύκνον διεμποδίζοντα ... τοῦτον ἀπέκτεινεν
Io.Diac.p.648.