< διεκφύω
διεκψύχω >
διεκχέω
dejar salir
,
hacer fluir
ὅκως ἁθρόον διεκχέῃ τὸ αἷμα τῆς φλεγμασίης ἡ τροφή
Aret.
CA
2.5.1 (pero quizá l. διεκρέω q.u.).