διεκφύω
en perf. act. o v. med.-pas. arrancar de, nacer de ref. a venas y músculos, c. gen. o giro prep.
τὰς διεκπεφυκυίας τῶν ὀστῶν ἶναςGal.2.500,
ἀπὸ ταύτης (φλεβός) δὲ καὶ αἱ ... παράγουσαι φλέβες διεκφύονταιGal.2.786,
(μύες) καθ' ἕτερον μέρος διεκφυέντεςGal.18(1).446.