διεισέρχομαι


1 traspasar, pasar a través de πιληθέντος δὲ καὶ πυκνωθέντος τοῦ νέφους οὐ διεισέρχεται ... αὐτὸ τὸ ἡλιακὸν φῶς Gal.17(1).45.

2 introducirse en, penetrar εἰς τὸ ὀρῶδες ὑγρόν Steph.in Hp.Progn.194.7, cf. 17, εἰς τὸ βάθος διεισέρχεται ἡ ψύξις Steph.in Hp.Aph.2.66.15, cf. 3.136.22.