< διεισέρχομαι
*ΔιϜείσσεια >
διεισκρίνω
fisiol.
secretar
en v. pas.
οἱ τοιοῦτοι χυμοὶ ... ἑτοίμως διεισκρίνονται
Steph.
in Hp.Progn
.194.7.