διεγγύημα, -ματος, τό
garantía, fianza en préstamos y otras transacciones
τὸ μὲν γὰρ δ. διὰ τῶν λόγων ἀνενήνοχαςPLugd.Bat.20.49.29 (III a.C.),
πλὴν τῶν μεμισθωμένων εἰς τὸ πατρικὸν [καὶ] ὧν δ. ὑπάρχειCOrd.Ptol.53.12 (II a.C.),
ληφθέντων τῶν καθηκόντων διεγγυημάτων ταύτης τε καὶ τῶν ἄλλων ὠνῶνUPZ 225.28 (II a.C.), cf. 114.1.16 (II a.C.),
καθιστᾶν τὰ καθήκοντα διεγγυήματαPTeb.728.4 (II a.C.),
π[ροσ]δέχεσθαι ... οἰκίαν ἐν διεγγυή[ματιPTeb.776.35 (II a.C.),
τὰ ὑπάρχοντά μοι ὄντα καθαρὰ ἀπό τε ὀφειλῆς καί ὑ[π]οθήκης καὶ παντὸς διεγγυήματοςBGU 112.12 (I d.C.), cf. BGU 2098.13, 2100.28 (ambos I d.C.), PBon.24b.17 (II d.C.).