διδάκτυλος, -ον
de dos dedos de longitud o anchura
ξύλον ... πάχος δὲ ὡς διδάκτυλονHp.Art.7, cf. Thphr.HP 9.5.3, Paul.Aeg.6.114.6,
σικύης ἐντεριώνην ὅσον διδάκτυλονHp.Mul.1.78,
φύλλα διδάκτυλα τὸ πλάτοςDsc.3.69,
βοτάνιον δ.Dsc.4.133,
ἀμφ]ιδέας [ἓξ π]άχος ἕκαστον διδακτύλουςIG 22.463.78, cf. 1675.12 (ambas IV a.C.),
κιβώτιον ... ἔχον ... στό[μ]α μῆκος δ.SEG 40.959.13 (Yaso IV a.C.).