διδακτυλιαῖος, -α, -ον
de dos dedos de longitud o anchura
διάστημαDsc.Eup.1.235, S.E.M.10.156,
τοῦ ἡλίου φάσιςCleom.2.3.26,
ταινίδιονOrib.48.22.2, cf. Gal.18(1).821.
διάστημαDsc.Eup.1.235, S.E.M.10.156,
τοῦ ἡλίου φάσιςCleom.2.3.26,
ταινίδιονOrib.48.22.2, cf. Gal.18(1).821.