διδυμότης, -ητος, ἡ
duplicidad ref. a la que subyace bajo ciertas ciencias
τὴν διδυμότητα ἔχουσαι ταύτην, ὀνόματος δὲ ἑνός κεκοινωμέναιPl.Phlb.57d,
δ. τῆς πεπρωμένηςAristid.Quint.132.26, de órganos o partes del cuerpo humano, Gal.3.663
•forma doble, desdoblamiento
τίνος δὲ τήν τινων φύλλων διδυμότητα;Alex.Aphr.Fat.23.