< δῐδῠμόστροφος
διδυμότης >
Διδυμοτειχῖται
,
-ῶν, οἱ
didimotiquitas
ét. de Dídimon,
IG
1
3
.259.4.17, 271.1.28 (ambas V a.C.), St.Byz.s.u.
Δίδυμον τεῖχος
.