< διδακτήρ
διδακτικός >
διδακτήριον
,
-ου, τό
1
enseñanza
,
instrucción
ἐπικαιρότατον
Hp.
Acut
.39, cf.
Gloss
.3.404.
2
tribunal
φρικτὸν ... καὶ φοβερόν
Chrys.M.62.615.