δῐδάσκᾰλος, -ου, ὁ
• Alolema(s): διδέσκ- PMich.170.10, 172.12 (ambos I d.C.); δέσκ- PMich.Teb.123re.21.9 (I d.C.)
• Morfología: [fem. ἡ δ. h.Merc.556, A.Pr.110, ἡ δέσκαλος BGU 332.9 (II/III d.C.), POxy.2595.10 (III d.C.); v. tb. δεσκάλη]


I 1maestro μαντείης διδάσκαλοι h.Merc.l.c., de la construcción, Pl.Grg.514c, (τῆς κιθαρῳδικῆς τέχνης) PLond.2017.11 (III a.C.), de la palestra, Luc.Anach.24, Asin.8, Paus.6.9.1, δ. τοῦ βασιλέως τῶν τ[ακτι]κῶν SEG 20.199 (Pafos II a.C.), (τῆς γερδιακῆς τέχνης) PMich.ll.cc., POxy.1647.19 (II d.C.), σημείων δ. profesor de signos e.d. de taquigrafía IPrusa 1043.3 (I/II d.C.), de medicina SEG 41.680.5 (Cos II a.C.)
maestro, profesor de niños y efebos ἀνὴρ δ. τῶν παίδων X.Cyr.1.6.31, παιδοτρῖβαι ... καὶ διδάσκαλοι Arist.Ath.42.3, οἱ παιδευταὶ καὶ διδάσκαλοι τῶν υἱῶν Plb.31.31.1, cf. Thphr.Char.7.4, SEG 41.107.10 (Eleusis IV a.C.), AP 12.219 (Strat.), Hierocl.Facet.77, PMich.Teb.l.c., BGU l.c., POxy.l.c., PGrenf.1.67.2 (VI/VII d.C.), ἐν διδασκάλων en casa de los maestros e.e. en la escuela Pl.Alc.1.110b, φοιτῶν εἰς διδασκάλου frecuentando la casa del maestro, yendo a la escuela Pl.Alc.1.109d, cf. Prt.326c, X.Cyr.2.3.9, γραμμάτων διδάσκαλοι D.H.3.70
maestro gener. ὧν διδάσκαλοι ἢ σύμβουλοι Arist.Rh.1385a5, cf. Epicur.Fr.[101] 17, dicho de la divinidad: de Apolo, A.Eu.279, τὸν θεὸν ... σκαιοῖς δὲ φαῦλον ... διδάσκαλον S.Fr.771
preceptor y consejero de reyes (οἱ ἱερεῖς) τῶν δὲ εἰσηγηταὶ καὶ διδάσκαλοι γινόμενοι D.S.1.73, δ. Πτολεμαίου τοῦ βασιλέως LXX 2Ma.1.10
en una jerarquía ideal a continuación de los reyes, al mismo nivel que los padres εἶτα γονεῖς καὶ διδάσκαλοι Artem.2.69, διδάσκαλοι φιλάργυροι Vett.Val.163.1
fig., de abstr. o personif. maestro ὅμιλος Heraclit.B 104, cf. E.Andr.684, πηγὴν κλοπαίαν, ἣ δ. τέχνης πάσης βροτοῖς A.Pr.110, ξυμφορά A.Pr.391, Democr.B 76, διδάσκαλοι ἐπικίνδυνοι Gorg.B 11a.4, (Ἔρως) τόλμης καὶ θράσους δ. E.Fr.430, τύχη E.Med.1203, ὁ δὲ πόλεμος ... βίαιος δ. Th.3.82, νόμος Ph.1.240, Philostr.VA 4.31, ἧς (ὀρχήσεως) δ. ἡ ῥυθμική Aristid.Quint.56.22, (πενία) ἐπινοιῶν δ. Secund.Sent.17.

2 instructor al frente de un coro, maestro de coro dicho de poetas τραγῳδίας δ. Cratin.276, χοροῖσιν ἐφέστηκεν τρυγικοῖς ὁ δ. ἡμῶν Ar.Ach.628, cf. Au.912, Pherecr.236, Antipho 6.13, χορευταὶ τε καὶ διδάσκαλοι καὶ ὑποδιδάσκαλοι Pl.Io.536a, cf. IG 3.34, δ. τοῦ μ[ε]γάλου χοροῦ SIG 698.8 (Delfos II a.C.), δ. κατὰ νόμον IG 5(1).209.16 (Esparta I a.C.), cf. Hsch.

3 entre los judíos maestro versado en la Ley, de Jesús Eu.Matt.8.19
equiv. a rabino ὁ δ. νομομαθής CIIud.333.2 (Roma), cf. 594 (Apulia)
crist. maestro de la Escritura y la fe, doctor en la Iglesia Act.Ap.13.1, δ. ἐθνῶν ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ 1Ep.Ti.2.7, de los apóstoles, 2Ep.Ti.1.11, como orden eclesiástico λειτουργία τῶν προφητῶν καὶ διδασκάλων Didache 15.1, cf. Herm.Vis.3.5.1, Clem.Al.Ecl.23, de Cristo, Iust.Phil.1Apol.12.9.

4 gener. maestro, persona más versada o adiestrada en algo, c. gen. de abstr. μέγιστον ... τῶν κακῶν διδάσκαλον A.Th.573, πρότερος ἐξ ἀρχῆς λέγων γένοιτ' ἂν ... πράγματος δ. A.Eu.584, (γυναῖκες) διδάσκαλοι κακῶν E.Andr.946, ἀρχηγοὶ ... καὶ διδάσκαλοι τῶν τοιούτων ἔργων Isoc.12.101, cf. Lys.12.78, ῥᾳθυμίας καὶ τρυφῆς Ph.2.288, ποιηταὶ μίμων καὶ γελοίων διδάσκαλοι Ph.2.522.
• DMic.: di-da-ka-re.