διδασκάλιον, -ου, τό
1 enseñanza, conocimiento
ἐσήγαγον διδασκάλια ἐς τοὺς ἝλληναςHdt.5.58,
ἡμῖν δὲ τὴν μνήμην τοῦ ἀγῶνος δ. κατέλιπεGr.Nyss.Thdr.69.21, cf. Pall.V.Chrys.8.133
•lección
τὸ κράτιστον τῶν διδασκαλίωνX.Eq.11.5, c. gen.
ἀκολασίαςPlu.2.857c,
τοιωνδὶ λόγωνEus.PE 6.6.65.
2 plu. recompensa, paga por la enseñanza
καλὰ ... τὰ διδασκάλια παρὰ Θηβαίων ἀπολαμβάνειςPlu.Lyc.13, cf. Alex.7, 2.1108e.