διαίτημα, -ματος, τό


frec. plu.

I 1régimen, género de vida, esp. ref. a la dieta dieta alimenticia τὰ δὲ νῦν διαιτήματα εὑρημένα Hp.VM 3, cf. 13, ὑγιαίνουσι φαίνονται διαφέροντα μεγάλα τὰ τοῖα ἢ τοῖα διαιτήματα Hp.Acut.28, cf. Epid.1.25, Vict.1.32, Gal.6.381.

2 plu. víveres, provisiones διαιτήματα ... σπανιώτερά τε καὶ πολυτελέστερα X.Mem.1.6.5
en sg. τὸ καθ' ἡμέραν δ. ración diaria de alimentos Arist.Pr.866b3.

3 plu. modos de vida, costumbres Th.1.6, X.Ath.1.8, D.H.1.21, Plu.2.123c, Iambl.Fr.100, D.C.73.5.5
tb. en sg. πολυδάπανον δ. vida dilapidadora D.S.17.108.

II concr., sólo sg. morada, residencia ἡ πόλις δ. κρειττόνων ἔδοξε Hld.2.26.2
fig. ὁ δὲ νοῦς ἐμόν ἐστιν δ. Ph.1.160.