διαιτέομαι
• Morfología: [v. διαιτάω; jón. pres. ind. διαιτεῦνται Hp.Aër.18, 19]
llevar un régimen de vida c. ac. int.
τἄλλα διαιτέονταιHp.VM 3,
δίαιταν τὴν αὐτὴν ἐκείνῳ διαιτέοντοLuc.Syr.D.26
•habitar, vivir
ἐνταῦθα καὶ οἱ Σκύθαι διαιτεῦνταιHp.Aër.18, cf. 19.