< διαισθάνομαι
διᾰΐσσω >
διαίσθησις
,
-εως, ἡ
percepción aguda
,
discernimiento
τοῦ μηκέτ' ὄντος
Phld.
Sens
.18.11,
πολλὴν δῆτ' ἔχων ... τὴν διαίσθησιν
Numen.28.10.