διαισθάνομαι
percibir claramente, distinguir, discernir
μίαν ἰδέανPl.Sph.253d,
τά τε ἀδύνατα ... καὶ τὰ δυνατάPl.R.360e,
τῶν στοιχείων ἕκαστονPl.Plt.277e, cf. Ti.87c,
τὰς διαφοράςArist.GA 780b17, cf. Plu.2.562b,
τὰ διαπεφορημένα καὶ διεστραμμένα τῶν εἰδώλωνArist.Diu.Som.464b13,
ὁπόσα τῶν Ἀχαιῶν ἐν Αὐλίδι διῄσθετοPhilostr.Her.24.20
•abs.
διὰ τὸ μὴ ἱκανῶς διαισθάνεσθαιpor la insuficiencia de sus percepciones Pl.Phdr.250b.