διαίνω
• Morfología: [aor. ind. ἐδίηνε Il.22.495, Opp.C.1.232, inf. διῆναι Hp.Int.12, διᾶναι Ath.45d, Hsch.]
I
δίαινε δέ μιν μέλαν ὕδωρIl.21.202,
χείλεα μέν τ' ἐδίην', ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνεIl.22.495,
χθόναEmp.B 73,
(ἄνθεα) τούτῳ τῷ συγκεκρημένῳHp.l.c.,
στεφάνηνOpp.l.c., los pájaros al beber
τὴν ἀρτηρίαν διαίνουσιPlu.2.699d,
τὸ σῶμαAth.l.c.,
τὰ μὲν (ὀστέα) ἀμβροσίῃ καὶ ἀλείφασι ... δίηνανQ.S.3.733,
ἡ ἔκκρισις ... διαίνειArist.Mete.387a28,
τὰ νότια ... διαίνειThphr.Vent.58, cf. Hsch.l.c.
•tb. en v. med.
χρύσεα μαζῶν ... μῆλα διαινομένηmojando las manzanas doradas de sus pechos, AP 5.60 (Rufin.),
λιπαρὸν κόμμι διηνάμενοςAndrom.152
•en v. pas.
κάχληκεςOpp.H.3.376,
σῶμα διαινόμενονpor el agua lustral, Orác. en AP 14.74,
ὕδασιν Εὐφρήταο διαινόμενον ζαμίλαμπινOrph.L.263.
2 mojar, bañar en lágrimas
ὄμμαHeliod.SHell.472.14,
στήθεά τ' ἠδὲ χιτῶναςQ.S.3.475
•tb. en v. med.
διαίνου δ' ὄσσεbaña tus ojos en lágrimas A.Pers.1065
•llorar c. ac. int.
δίαινε διαῖνε πῆμαllora, llora tu pena A.Pers.1038, abs., S.Fr.210.35
•en v. med. mismo sent.
διαίνεσθε Πέρσαιllorad, persas A.Pers.257,
διαίνομαι γοεδνὸς ὤνlloro profiriendo gemidos A.Pers.1047, cf. Hsch.
II v. med. intr. mojarse, empaparse
οὐδ' ὑπένερθε διαίνετο χάλκεος ἄξωνIl.13.30,
τὰ πλεῖστα ... διαινόμεναla mayoría (de las plantas) empapándose (con el rocío), Plu.2.939e,
οὐκ ὄμβροισι διαίνομαι, ἀλλὰ δάκρυσιGVI 1651.5 (Sidón III d.C.),
πορφυρέοιο διαινόμενοι κορέσαντο αἵματος ... θάμνοιOrph.L.564, cf. Hsch.δ 1040.
• Etimología: Et. dud.; la rel. c. δεύω presenta problemas.