< δίαιμος
διαίνω >
διαινέω
decretar
,
decidir
τὸ ψαφισθὲν ἢ τὸ διαινεθὲν ἄκυρον καὶ ἀτελὲς ἔστω
SIG
672.18 (Delfos II a.C.),
διαι[ν]είσθω περὶ τοῦ καταγοράξα[ι
IG
5(1).1379.15 (Mesenia II/I a.C.) en
SEG
11.973.