< διαψαλίζω
διάψαλμα >
διαψάλλω
mús.
1
tañer
διαψάλλεις τριγώνοις
Eup.88, c. ac.
πρὶν διαψήλῃ τὴν λύραν
Him.63.2.
2
ejecutar un interludio instrumental
(cf. διάψαλμα) Didym.
in Ps
.71.5.