< διαψᾰλάττομαι
διαψάλλω >
διαψαλίζω
cortar con tijeras
en v. pas.
τῆς περιβαλλομένης ἔξωθεν ἐμπλάστρου τῷ κόλπῳ διεψαλισμένης
Gal.11.130.