< διαψαμμόω
διαψαφισμός >
διαψαύω
tocar
,
palpar a fondo
κατὰ τὴν φλέβα
Hp.
Art
.20, en v. pas.
διαψαυομένη ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ
Hp.
Art
.57.