< διαχυτικός
διάχυτον >
διαχύτλαζε·
διακίνει. πλάτυνε. ἢ διάχει. ἢ διακάθαιρε. ἢ διάκρινε. οἱ δὲ πολλοὶ διύγραινε
Hsch.