διαχυτικός, -ή, -όν
1 fundente, licuante, disolvente
μέλιPl.Ti.60a, cf. Thphr.Sens.84
•medic. resolutivo
δύναμιςDsc.5.109.2, Gal.12.127, cf. Dsc.1.72.5.
2 expansivo, desenfadado
τῷ μέρει ... τᾶς ψυχᾶς ... διαχυτικῷAesar.50.
μέλιPl.Ti.60a, cf. Thphr.Sens.84
δύναμιςDsc.5.109.2, Gal.12.127, cf. Dsc.1.72.5.
τῷ μέρει ... τᾶς ψυχᾶς ... διαχυτικῷAesar.50.