διαχάσκω


1 abrirse τῶν θ' ἁρμονιῶν διαχασκουσῶν las junturas abriéndose fig. del poeta Cratino en decadencia, Ar.Eq.533, ὁ ... τῆς παραλίας (πεύκης) στρογγύλος ... διαχάσκων ταχέως Thphr.HP 3.9.1, σῦκον διαχάσκον πρὸ τοῦ πεπανθέναι un higo que se abre antes de madurar Sch.A.A.492b, cf. Thphr.CP 2.9.12, Plu.2.980b.

2 abrir la boca οἱ δὲ κροκόδειλοι ... διαχανόντες παρέχουσι τοὺς ὀδόντας ἐκκαθαίρειν Plu.2.976b, cf. Sch.A.R.2.498-527q, como expresión de admiración ἀμφὶ ... τὰ ξένα καὶ παραλογώτερα τῶν ἀκουσμάτων διακεχηνότες Agath.2.32.4, cf. 5.3.11.