διαχαυνόω


1 abrir un hueco en, fig. ablandar, relajar ἐπειδὰν (ὁ διάβολος) μικρὸν ἡμᾶς διαχαυνώσῃ Chrys.M.62.102, ὁ ἔπαινος ... διαχαυνοῖ τὸν φιλέπαινον Eust.796.20.

2 intr., en v. med. ablandarse εἰώθασιν ... πάντες ἄνθρωποι διαχαυνοῦσθαι τὴν διάνοιαν Tit.Bost.Man.M.18.1160C.