< †διαύχην·
διαφαίνω >
διαφάδην
• Alolema(s):
dór.
-άδαν
Alcm.1.56
• Prosodia:
[-ᾰ-]
adv.
abiertamente
λέγειν
Alcm.l.c.,
ὀνειδίσαι
Sol.25.1, cf. Poll.2.129, 6.208.