διαφυή, -ῆς, ἡ
1 separación, anat. diáfisis entre los huesos
τὰ μὲν ὀστᾶ ἐστιν στερεὰ καὶ διαφυὰς ἔχει χωρὶς ἀπ' ἀλλήλωνPl.Phd.98c,
τρήσας τὰς τῶν γονάτων διαφυάςLongus 1.10.2
•separación entre los dedos, Philostr.VA 4.28,
λεπταῖς ἀμυχαῖς τὰς διαφυὰς ὑπογεγραμμένων τῶν ὀδόντωνPlu.Pyrrh.3
•hendidura en un fruto
κάρυα ... οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίανX.An.5.4.29, cf. Philostr.Im.1.31,
ἐρεβίνθουPlu.Cic.1
•fig. diferencia, distinción
πρόσεχε δὴ τὸν νοῦν ἂν ἄρα ἐν αὐτῇ (τῇ γνωστικῇ) τινα διαφυὴν κατανοήσωμενPl.Plt.259d.
2 mineral. veta, filón
διαφυὴν ἔχει (ἡ φλέψ) διὰ μέσου, καὶ ἡ δ. βελτίων ἐστι τῶν ἔξωThphr.Lap.63,
διαφυὰς καὶ φλέβας ἐχούσης (τῆς γῆς) μαρμάρουD.S.3.12,
αὕτη (γῆ) δὲ πετρώδης οὖσα διαφυὰς ἔχει γεώδειςD.S.5.22.
3 prob. un tipo de lona o lienzo colocado bajo el olivo para recoger la aceituna al varear
τὸν δὲ κατασπασμὸν τῆς ἐλᾶς ποησόμεθα διὰ διαφυῶν καὶ καλάμωνPRyl.97.7, cf. BGU 2333.15 (ambos II d.C.).