διαφυγή, -ῆς, ἡ
huida, modo de escape
ἕως ἄν τις παρατύχῃ δ. ἐπιτηδείαTh.8.11, cf. D.C.57.5
•c. gen. obj.
τῆς τοιαύτης μηχανῆς δ.Pl.Lg.737a, cf. Prt.321a,
τοῦ κινδύνου διαφυγάςI.AI 17.145
•c. ἐκ y gen.
ἐκ τῶν παρόντωνPlu.Alc.25.
ἕως ἄν τις παρατύχῃ δ. ἐπιτηδείαTh.8.11, cf. D.C.57.5
τῆς τοιαύτης μηχανῆς δ.Pl.Lg.737a, cf. Prt.321a,
τοῦ κινδύνου διαφυγάςI.AI 17.145
ἐκ τῶν παρόντωνPlu.Alc.25.