διαφράζω
• Morfología: [sólo en aor., gener. aor. 2 red. c. aum. διεπέφραδον, sin aum. διαπέφραδε Eust.118.16, sin red. quizá διέ[φρ]αδες ICr.1.16.7.8 (Lato II/I a.C.), aor. sigm. imperat. διάφρασον Corp.Herm.13.3]


1 tr. mostrar claramente, explicar con detalle διεπέφραδε πάντα Il.20.340, Od.17.590, c. dat. τόνδε πολισσοῦχον διεπέφραδε Βοιωτοῖσι ... ἱλάεσθαι A.R.2.846, cf. Q.S.3.80, ἁνίκα οἱ κατὰ νύκτα διέ[φρ]αδες εἴ κεν ... ICr.l.c., διάφρασόν μοι τῆς παλιγγενεσίας τὸν τρόπον Corp.Herm.l.c.

2 intr. hablar ὥς ποτέ μοι μήτηρ διεπέφραδε, καί μοι ἔειπε ... Il.18.9, ἐπεὶ διεπέφραδε κούρῃ Od.6.47.