< διαφράγνυμι
διαφράζω >
διαφραδής
,
-ές
1
claro
,
distinto
Hp. en Erot.32.18 (var. antigua a Hp.
Loc.Hom
.2, cf.
2
).
2
adv. -έως
clara
,
distintamente
τοῦτο δ. ἀκούεται
Hp.
Loc.Hom
.2.