διαφοιτάω
• Alolema(s): lesb. ζαφοίτᾱμι Sapph.96.15
• Morfología: [lesb. part. pres. fem. ζαφοίταισ' Sapph.l.c.]
1 de pers. errar, vagar, deambular
πόλλα δὲ ζαφοίταισ' ... ἐπιμνάσθεισ' ἌτθιδοςSapph.l.c.,
ἄνδρες πολλοὶ καὶ μεγαλοὶ ... ἐν τῷ ἀέρι διαφοιτῶντες ἐφαντάζοντοD.C.66.22.3
•ir de un lado a otro
ταῦτα διαφοιτέοντες ἔλεγονanunciaban estas cosas yendo por todos lados de los heraldos, Hdt.1.60, cf. 186,
διὰ τῆς χώραςAr.Au.557,
δι' ὅλης αὐτῆς (τῆς ὕλης)Gal.4.561,
<ἀ>ν' ἐρῆμον δρίοςLyr.Alex.Adesp.7.2,
βαρέωςX.Cyn.3.3, c. gen.
διαφοιτᾶν τῆς ἸταλίαςPlu.Caes.33,
τῆς πόλεωςD.Chr.34.20
•c. ac. de ext. recorrer
αὐτό (τὸ ζεῦγμα)Philostr.Im.2.17.
2 fig. extenderse por todos lados de palabras
λόγος ... εἰς ῬώμηνPlu.Fab.8, cf. Isid.Pel.Ep.M.78.213C,
μῦθοςLuc.Alex.7,
ἡ φήμηHdn.1.4.8, Ach.Tat.6.10.3,
ἀνὰ τὴν πόλιν ... φήμ[ηErot.Fr.Pap.Chion.2.4, cf. Origenes Io.6.39,
ἡ νοερὰ δύναμιςM.Ant.8.54,
ψυχήPlot.1.1.4, c. gen.
ταῦτα ... αὐτοῦ τῆς φιλοσοφίαςPlu.2.1108d
•c. ac. de ext. recorrer, invadir
οἰμωγὴ ... τὸν στρατόνPhilostr.Her.65.24,
τὰ καθολικώτατα τῶν ἐνεργημάτων αὐτοῦ ... ἐπ' ἴσης πάνταClem.Al.Strom.5.14.133.