διαυγής, -ές
• Morfología: [poét. sg. gen. διαυγέος AP 9.227 (Bianor)]


I 1transparente, translúcido, claro del agua, Arist.Mir.840b34, Ph.2.483, Aesop.26, Babr.72.6, AP 11.76 (Lucill.), Ach.Tat.1.2.3, Them.Or.22.280c, ἅλμα AP l.c., cf. A.R.4.1575, εὐθύτρυπα καὶ διαυγῆ τὰ λαμπρά Thphr.Sens.73 (= Democr.A 135), νᾶμα AP 9.277 (Antiphil.), cf. Ph.2.297, ὕαλος Apoc.21.21, cf. Bull.Epigr.1970.588 (Frigia, crist.), de una fuente, Ach.Tat.8.14.3, de Aretusa, personif. οὐκ ἄμορφος ... ἀλλὰ δ. ἐστι Luc.DMar.3.2, de ríos ὁ Νεῖλος ... διαυγέστερος D.Chr.33.23, del río Cidno en Cilicia, Them.Or.2.39c, Nonn.D.18.292, ἀήρ S.E.M.7.188, οἶνος Gal.1.406, τὰ ὑγρᾶ τῶν ὀφθαλμῶν διαυγέστατα Alex.Aphr.Pr.1.68, cf. AP 16.310 (Damoch.), de un pez, Lyd.Mag.3.63
fig., ref. a abstr. τὸ τῆς σωφροσύνης πῶμα ... διαυγέστερον ... ἐκείνου (τοῦ νέκταρος) D.Chr.30.44, ὁ ψυχῆς ὀφθαλμὸς ὁ διαυγέστατος Ph.1.418.

2 muy brillante, radiante del bronce, Call.Lau.Pall.21, AP 6.210 (Philetas), Nonn.D.5.594, 42.79, del oro, Q.S.3.732, cf. A.R.1.221, ἄστρα A.R.2.1104, de una galaxia πίλημά τι ἀέρος διαυγές Ach.Tat.Intr.Arat.24, cf. Philol. en Ach.Tat.Intr.Arat.19, Vett.Val.237.23, del sol, Vett.Val.238.11, del planeta Mercurio, Nonn.D.5.74, λαμπάδες Ph.1.518, de la amatista AP 5.205, (πέτρας) αἰθέρος ἀκτίνεσσι διαυγέας Opp.H.4.351, cf. Orph.L.172, Nonn.D.37.670, ὀφθαλμοὶ μεγάλοι τε καὶ διαυγεῖς Aristaenet.1.1.14
fig., de pers. c. ac. rel. δεῖ ... τὸν ἐς αὐτὰν (βασιλείαν) καταστάντα ... εἶμεν καὶ διαυγέστατον τὰν φύσιν Ecphant.Pyth.Hell.80.15, del estilo de Platón καθαρὰ γὰρ ἀποχρώντως γίνεται καὶ δ. D.H.Dem.5.2, τῷ συῶν παραβάλλει γένει διαυγεῖ μὲν οὐδενί καὶ καθαρῷ compara (a los sofistas) con la raza de los cerdos en la ausencia de brillo y de limpieza Ph.1.322, ὁ παιδείας καρπὸς ... διαυγέστατος Ph.1.346, διαυγεστέρα γίνεται ἡ ψυχή Them.Or.2.29a, astrol. αἱ δὲ (μοῖραι) ἱλαραί, εὔτεχνοι, διαυγεῖς Vett.Val.13.29.

II adv. -ῶς claramente δ. ἰδεῖν Ph.1.646 (cód.), cf. Gloss.2.275
brillantemente, con esplendor Thdt.Anc.Hom.SMV et Sym.M.77.1397C.