διαυγέω
I amanecer
ἡμέρας <δ'> ἤδη διαυγούσηςPlu.Arat.22, cf. D.H.5.49.
II
ὄγκος αὐτοῖς ἧσσον διαυγήσει καὶ ἀντιμεταστήσεται βραδύτερονen cierto tipo de hidrocefalia, Antyll. en Orib.46.28.4, cf. en v. med.
διαυγεῖσθαι· διορᾶσθαιHsch.
2 en v. med., de la córnea ser transparente
ὅταν ... τὴν πρὸ αὐτῆς μοῖραν τοῦ κερατοειδοῦς διαυγουμένην ἀμέμπτως ἔχῃGal.7.88.
3 en v. act. y med. resplandecer
χλωρότης λαμπρὸν διαυγουμένηGal.19.155,
(λίθος) διαυγεῖ δὲ ὡς πῦρAët.2.33.