διαυγάζω
• Morfología: [pas. perf. part. graf. διευγασμένος BGU 1143.15 (I a.C.)]
I intr.
1 brillar, resplandecer
πνεῦμα ... τῷ σχισμῷ διαυγάζειPlacit.3.3.3,
ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ2Ep.Petr.1.19, cf. Cyr.Al.M.71.253B,
ἅμα τῷ διαυγάζεινal brillar el día Plb.3.104.5
•en v. med. mismo sent.
ἡ φύσις (τοῦ κασσιτέρου) καὶ τῇ ὑέλλῳ ἀναμιγνυμένη ... πλέον διαυγάζεταιAlex.Aphr.Pr.1.132.
2 dejar ver a través en v. med.
περίτρητον ... κεκενωμένον καὶ διαυγαζόμενον πάντοθενPh.Bel.57.27
•part. neutr. subst. transparencia
τὸ ἐπὶ τοῦ ὄνυχος διαυγάζον (τοῦ γάλακτος)Mnesith.Cyz. en Orib.Inc.32.11.
3 dud., quizá barnizar, cubrir con una capa brillante en v. pas.
(κοῦφα) διευγασ[μένα] καὶ ἐπιδιευγασμέναBGU l.c.
II tr.
1 exponer a la luz, e.e., al aire libre en v. pas., de hierbas medicinales
ὅκως μὴ διαυγαζόμενα τῇσι πνοῇσι ἐκλίπῃ τὸν τόνον τῆς φαρμακίηςHp.Ep.16
•astrol. iluminar
τὸ δωδεκατημόριον ... σκορπίουAnon.Astr. en PLond.130.70 (I/II d.C.)
•fig.
ὁ Θεὸς ... τὰ ζεζοφωμένα τῶν διανοημάτωνEpiph.Const.Anc.101, en v. pas. de un profeta
διαυγασθείςiluminado por la divinidad, I.AI 5.349.
2 irradiar
σέλας Ἰοχέαιρα διαυγάζουσαde Ártemis, Nonn.D.48.319.