διατωθάζω
1 mofarse, burlarse de c. ac. de pers.
σεAlciphr.4.19.4, cf. Olymp.Iob 19.20 en M.93.248B, c. part. pred.
διετώθαζεν αὐτὸν ἐκεῖνο ἐπιλέγωνPhilostr.VS 544
•c. ac. de abstr.
τὴν δὲ ἰδέαν ταύτηνPhilostr.VS 574,
τὸ γεγονόςAth.Epit.604e.
2 increpar, apostrofar
δ. γοῦν ὡς ἀκούοντας καὶ δοκῶ τι ἀντακούεσθαιPhilostr.Im.1.28.