διατρῡπάω


I tr.

1 perforar, agujerear τὰ ὄστρακα Arist.HA 528b33, cf. 547b7, τοὺς καλάμους Arist.HA 556b3, cf. Sch.A.R.2.326a, en v. pas. ὀστράκινα σκεύη ... δι' ἀλλήλων διατρυφθέντα Gr.Nyss.Eun.3.1.71
sent. obs. tb. en v. pas. dejarse penetrar Ps.Archil.Fr.291.3.

2 picar τὰ δέρματα los insectos, Arist.HA 528b32, cf. Sch.A.Supp.556, en v. pas. τὴν ἐσθῆτα ... κοσκινηδὸν διατετρυπῆσθαι ὑπὸ τῶν βελτίστων μυῶν Luc.Sat.24
fig. ser atravesado ἡ ψυχὴ ... διατετρυπημένη ... ὑπὸ φροντίδων Chrys.M.58.486.

II intr. hacer un agujero εἰς τὴν ἄμμον καταδύεται τῷ ῥύγχει διατρυπήσας Arist.HA 621a5.