< διάτροχος
διατρῡπάω >
διατρύγιος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῠ-]
constantemente vendimiable
δ. δὲ ἕκαστος (ὄρχος) ἤην
cada liño de vides producía constantemente
,
Od
.24.342.