διασῴζω
• Alolema(s): tb. -σώζω
I tr.
1 salvar
a) c. ac. de pers., anim. o colect.
Ἀπόλλωνα ... διέσωσε κατακρύψασαHdt.2.156,
πόλινE.Ph.783,
τὰ ἔμβρυα διασώζουσιν (αἱ ἐν γαστρὶ ἔχουσαι)Hp.Prorrh.2.22,
φίλους ἐκ ... κινδύνων διασῴζωνIsoc.1.23, cf. 4.65,
τῶν πολιτῶν οὓς εἶδεν ὄντας αἰχμαλώτους λυτρωσάμενος διέσῳσενIEryth.28.18 (III a.C.), cf. IEphesos 1450.5,
ΣίλωναI.BI 1.292, cf. Hld.5.20.9, Vit.Aesop.G 135;
b) c. ac. de cosas y abstr. salvar, conservar, mantener a salvo
τὰς νέαςHdt.7.49, cf. D.32.8, AP 9.106 (Leon.), Lib.Ep.847,
τὸν πρῶτον λόγονPl.R.395b, cf. Arist.Ph.189b1,
τὰ παλαιάIsoc.10.63,
τὸν θᾶκον ... διασῴζεινguardar el asiento Ar.Ra.1517,
τὸ χρῶμαThphr.HP 2.2.6,
τό τε φρούριον διέσῳσε πολέμου ὄντοςSEG 24.1547 (Ramnunte III a.C.), cf. IEphesos 2001.2 (IV/III a.C.),
τὴν Πτολεμαίου βασιλείανPlb.29.27.11,
τὰς προσηγορίαςI.AI 1.121, cf. Ath.183d,
τὴν ἀσφάλειανPlu.2.431a, cf. 695b,
εὔνοιανVett.Val.375.11,
τὰ γνωρίσματαHld.9.24.7,
ψυχὰς διασώζων (ὕπνος)Orph.H.85.7, cf. Cyr.Al.M.72.536C,
ἡ πίστις τῶν συναλλαγμάτων ... ἀκραιφνῆ τὴν τῶν συνελθόντων διασώζει διάθεσινla confianza en los contratos preserva intacta la buena disposición de las partes, PSI 76.3 (VI d.C.)
•c. ac. y dat. de pers.
ἵν' ἀνδρὶ τἀμὰ διασώσῃ λέχηE.Hel.65,
Ἀφόβῳ τὴν οὐσίανD.30.18, cf. 31.1,
τὴν πίστιν τοῖς φίλοιςX.HG 7.2.17, c. ac. y πρός c. ac.
τὴν τοῦ πλήθους εὐσέβειαν πρὸς τὸ θεῖονPlb.16.12.9
•en v. med. mismo sent.
τὴν εὐτυχίανTh.5.16, cf. 3.39,
τὰ πλείστου ἄξιαX.Cyr.4.2.28,
τὴν δὲ τῶν Μήδων μαλακίανX.Cyr.8.8.15
•c. ac. y ἐκ c. gen. preservar
ἐκ τοῦ πυρὸς διασώζει τὰ ἔργαI.BI 5.288;
c) conservar en la memoria, recordar
τὴν παλαιὰν παροιμίανPl.R.329a,
πολλὰ μὲν οἶμαί σε τῶν πατρῴων στρατηγημάτων παρειληφότα διασῴζεινpienso que tú has guardado en tu memoria muchos de los conocimientos recibidos de tu padre X.Mem.3.5.22,
τὴν ... ἐκείνων δόξανLys.2.69,
τέχνας ... καὶ μνήμας ἀπὸ μυρίων πραγμάτωνArr.Epict.1.14.9.
2 llevar, conducir sano y salvo c. ac. y ἐς o πρός:
ἵνα ... τὸν Παῦλον διασώσωσι πρὸς Φήλικα τὸν ἡγεμόναAct.Ap.23.24, en v. pas.
ἴσθι με ... ὑπὸ Λευκοθέας διασωθῆναι εἰς τὴν τῶν Φαιάκων χώρανentérate de que fui llevado sano y salvo por Leucótea al país de los feacios Luc.VH 2.35.
II intr. en v. med.-pas.
1 c. suj. de pers., abs. salvarse
γενομένων ... πεντηκοντουτῶν οἱ διασωθέντεςllegando a la edad de cincuenta años los que sobrevivieron Pl.R.540a,
οὐκ οἴει σοι ἄξιον εἶναι ἐπιμεληθῆναι ὅπως διασωθῇ;X.Mem.2.10.2,
αὐτὸς δὲ μόλις διασωθεὶς ἥκοιLycurg.18, cf. ILampsakos 4.74 (II a.C.),
δι' ὕδατοςdel arca de Noé, 1Ep.Petr.3.20,
ἐκ τῶν κινδύνωνIStratonikeia 512.7 (I d.C.?),
ἵνα διὰ τῶν σῶν ἁγιοτάτων εὐχῶν διασωθῶμενPHerm.Rees 8.27 (IV d.C.)
•c. compl. llegar a salvo, refugiarse en
ἐν τοῖς ὄρεσι διασῴζονται βουκόλοιPl.Ti.22d,
καταφυγόντες διασῴζονται ἐς τὴν ΛήκυθονTh.4.113, cf. 3.108,
πρὸς τὴν ἙλλάδαX.An.5.4.5,
πρὸς τὴν πόλινPlb.8.14.8,
εἰς τὸ ὄροςLXX Ge.19.19,
εἰς ἈθήναςD.L.3.21.
2 medic. salir de una enfermedad, op. ‘morir’ sobrevivir, incluso restablecerse
οἱ πλεῖστοι διεσῴζοντο, ὀλίγοι δέ τινες ἔθνῃσκονHp.Epid.1.14, cf. 20, Coac.395, Eu.Matt.14.36, BGU 332.7 (II/III d.C.).
3 c. suj. de cosa o abstr. conservarse, mantenerse
οἱ οἶκοιD.43.75,
διασῴζεται ... ἐν τῷ Δαφνηφορείῳ γραφήThphr.Fr.119,
τοῖς μὲν γὰρ ἄλλοις τῶν ἀποθανόντων κἂν ἴχνος τῶν γνωρισμάτων διασώζεταιAch.Tat.1.13.3
•fig. mantenerse íntegro, preservarse
οὕτω γὰρ ἂν καὶ ἡ θεία τριὰς καὶ τὸ ἅγιον κήρυγμα τῆς μοναρχίας διασώζοιτοDion.Rom. en Ath.Al.Decr.26.7.