< διασχοινίζομαι
διασῴζω >
διασχολέομαι
estar ocupado
περὶ τὴν τῶν σφραγίδων ἐπίγνωσιν
Hdn.7.6.7, en v. act. s. cont.
IG
10(2).261.26 (II/III d.C.).