διασφίγγω
1 sujetar c. ac. del cuerpo o partes de él y dat. instrum.
ζώναις ... τὴν κοιλίανErasistr.284,
δεσμοῖς τὰ κάτω ... μέρηPaul.Aeg.3.61.3, cf. 6.88.8, sólo c. ac.
τὰ κατάρχοντα μέλεαAret.SA 1.5.3, en v. pas.
δεσμοῖς οἱ πόδες διασφιγγέσθωσανPaul.Aeg.3.6.2, cf. AB 36.12
•en perf. pas. estar sujeto
τὰ σώματα ... κατὰ τὸ μέσον διεσφιγμέναEun.Hist.37,
σφραγῖσι χρυσοδέτοις διεσφιγμένοιEun.Hist.62.2.
2 abs. sujetar con un vendaje
εἰ μὲν κατωτέρω τοῦ μυὸς παντὸς ... διασφίγγοιμενAntyll. en Orib.7.9.3.
3 fig. sujetar, constreñir
ταῖς ἀλύτοις ἀνάγκαις ... τὸν λόγονGr.Nyss.Eun.3.7.17, cf. Apoll.206.29.
4 medic. estrechar, obstruir
πνεύματι βιαίῳ ... πόρουςpor efecto de la gota, Luc.Trag.19.