< διασφίγγω
διάσφιγξις >
διασφιγκτέον
hay que sujetar
τὰ κῶλα
Paul.Aeg.2.45, 3.44, cf. Orib.
Ec
.59.3,
τὰ ἄκρα
Anon.Med.
Acut.Chron
.6.3.3.