διασφετερίζομαι
hacer propio, apropiarse de
τὴν λείαν μόνοι διασφετερίσασθαι διανοηθέντεςPh.2.130 (cód.),
τι[νὰ μὲν τούτ]ων (τῶν γονέων) διεσφετηρί[σαν]τό τινα δὲ καὶ ἀπηνέγκα<ν>τοPLond.inv.2222.7 (IV d.C.) en Miscell.Papyr.Borg.p.507.
τὴν λείαν μόνοι διασφετερίσασθαι διανοηθέντεςPh.2.130 (cód.),
τι[νὰ μὲν τούτ]ων (τῶν γονέων) διεσφετηρί[σαν]τό τινα δὲ καὶ ἀπηνέγκα<ν>τοPLond.inv.2222.7 (IV d.C.) en Miscell.Papyr.Borg.p.507.